αποβλακώνομαι

αποβλακώνομαι
αποβλακώνομαι, αποβλακώθηκα, αποβλακωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • αλαλογώ — ( άω) είμαι ή γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι («αλαλόγησε το παιδί διάβασε διάβασε» Βηλαράς). [ΕΤΥΜΟΛ. < άλαλος + κατάλ. –λογώ, κατά απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • κουρκουτεύω — (συν. στην Κρήτη) 1. τακτοποιώ τα διάφορα οικιακά σκεύη 2. ανασκαλεύω 3. αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι, ξεκουτιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. συνδέεται με τη λ. κουρκουτερά, ενώ με τις άλλες δύο σημ. προέρχεται πιθ. από τον τ. κουρκούτι] …   Dictionary of Greek

  • κουρκουτιάζω — και κουρκουτιαίνω [κουρκούτι] 1. παραζαλίζομαι 2. αποβλακώνομαι, ξεκουτιάζω, ξεμωραίνομαι …   Dictionary of Greek

  • κουτιαίνω — 1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω 2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + ιαίνω (πρβλ. χλομ ιαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • κωφώ — (I) κωφῶ, άω (Α) [κωφός] 1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾱσαν ἰωήν», Οππ.) 2. κολοβώνω κάποιον 3. παθ. κωφῶμαι, άομαι αποβλακώνομαι. (II) κωφῶ έω (Α) [κωφός] πιθ. κολοβώνω κάποιον. (III) κωφῶ, όω… …   Dictionary of Greek

  • μωραίνω — (ΑΜ μωραίνω) 1. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι, μιλώ ή ενεργώ ως ανόητος, μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, ανοηταίνω 2. (μτβ.) καθιστώ ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ) (μσν. αρχ.) (το παθ.) μωραίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • νερουλιάζω — [νερουλός] 1. κάνω κάτι νερουλό 2. γίνομαι νερουλός 3. χάνω την ευρωστία μου, γίνομαι πλαδαρός, μαλθακός 4. γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεκουτιαίνω …   Dictionary of Greek

  • ξεκουτιαίνω — και ξεκουτιάζω 1. καθιστώ κάποιον ανόητο, αποβλακώνω 2. (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι (α. «γέρασες και ξεκούτιανες» β. «γριά ξεκουτιασμένη») 3. αποχαυνώνομαι από τις καταχρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * +… …   Dictionary of Greek

  • αποκουτιαίνω — ιανα, ιάθηκα. 1. μτβ., κάνω κάποιον να αποβλακωθεί: Τον αποκούτιανε τον άνθρωπο με τις ανοησίες του. 2. αμτβ., αποβλακώνομαι: Ο γιος μας φοβούμαι πως αποκούτιανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”